- ουρανόραμα
- τοτύπος πλανηταρίου, δηλαδή μηχανικής συσκευής με την οποία επιτυγχάνεται η πανοραμική προβολή, πάνω σε τεχνητό ημισφαιρικό ουράνιο θόλο, τών σημαντικότερων ουράνιων σωμάτων και τών κινήσεών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + όραμα].
Dictionary of Greek. 2013.