ουρανόραμα

ουρανόραμα
το
τύπος πλανηταρίου, δηλαδή μηχανικής συσκευής με την οποία επιτυγχάνεται η πανοραμική προβολή, πάνω σε τεχνητό ημισφαιρικό ουράνιο θόλο, τών σημαντικότερων ουράνιων σωμάτων και τών κινήσεών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + όραμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • πλανητάριο — το 1. μηχανικό σύστημα που αναπαρασταίνει την κίνηση των πλανητών, ουρανόραμα. 2. η αίθουσα όπου είναι εγκατεστημένο το πλανητάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”